κοκκινομάτης, -α, -ικο

κοκκινομάτης, -α, -ικο
που έχει τα μάτια του κόκκινα (από αϋπνία, κλάμα κ.λ.π.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”